- δεσποτίσκος
- δεσποτ-ίσκος, ὁ, Dim. of δεσπότης, E.Cyc.267.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεσποτίσκος — ο (AM δεσποτίσκος) ο μικρός δεσπότης, ο μικρός κύριος νεοελλ. με μειωτική σημασία, προκειμένου για κληρικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δεσπότης*] … Dictionary of Greek
δεσποτίσκε — δεσποτίσκος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek